- οσμητήριο
- το1. το αισθητήριο όργανο τής όσφρησης, όπως λ.χ. είναι η προβοσκίδα τής νύμφης ορισμένων εντόμων2. εντομολ. αδένας που παράγει έκκριμα με έντονη, ιδίως δυσάρεστη, οσμή και διεγείρεται σε περίπτωση κινδύνου ορισμένων εντόμων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osmeterium < οσμή + κατάλ. -τήριο].
Dictionary of Greek. 2013.